- φακελώνω
- φακελώνω, φακέλωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φακελώνω — φακελῶ, όω, ΝΜ, και εσφ. γρφ. φακελλώνω Ν [φάκελος / φάκελλος] κλείνω επιστολή ή έγγραφο σε φάκελο νεοελλ. σχηματίζω φάκελο με την συγκέντρωση εγγράφων και στοιχείων που αναφέρονται σε ορισμένο θέμα ή στην βιογραφία και την πολιτική, κυρίως,… … Dictionary of Greek
φακελώνω — φακέλωσα, φακελώθηκα, φακελωμένος 1. κλείνω επιστολή ή έγγραφο σε φάκελο. 2. Συγκεντρώνω πληροφορίες και στοιχεία για κάποιο άτομο ώστε αργότερα να τα χρησιμοποιήσω σε βάρος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φακέλωμα — και εσφ. γρφ. φακέλλωμα, το, Ν [φακελώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φακελώνω … Dictionary of Greek
φακελώ — όω, Μ βλ. φακελώνω … Dictionary of Greek